- γαϊδουράνθρωπος
- οάνθρωπος αγροίκος, βάναυσος. '
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαϊδουράνθρωπος — ο αναιδής, άξεστος, χυδαίος, χοντράνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
γαϊδουράς — ο 1. αυτός που οδηγεί γάιδαρο για μεταφορές, ο ονηλάτης 2. ο γαϊδουράνθρωπος* … Dictionary of Greek